-
1 Σικελικός
Σικελικόςmasc nom sg -
2 Σικελικός
Σῐκελ-ικός, ή, όν, Sicilian, Ar.V. 838, etc.; Σ. ποικιλία ὄψου, for the Sicilian banquets were proverbial, Pl.R. 404d, cf. Luc.DMort.9.2, Philostr.Gym. 44(74). Adv.A- κῶς Ephipp.22
.II Σικελικόν, τό, a liquid measure, PBaden 54.6 (v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σικελικός
-
3 Σικελικά
Σικελικόςneut nom /voc /acc plΣικελικά̱, Σικελικόςfem nom /voc /acc dualΣικελικά̱, Σικελικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Σικελικόν
Σικελικόςmasc acc sgΣικελικόςneut nom /voc /acc sg -
5 Σικελικαί
Σικελικόςfem nom /voc pl -
6 Σικελικοί
Σικελικόςmasc nom /voc pl -
7 Σικελικούς
Σικελικόςmasc acc pl -
8 Σικελική
Σικελικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 Σικελικήν
Σικελικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
10 Σικελικών
-
11 Σικελικῶν
-
12 Σικελικάς
-
13 Σικελικᾶς
-
14 Σικελική
-
15 Σικελικῇ
-
16 Σικελικής
-
17 Σικελικῆς
-
18 Σικελικαίς
-
19 Σικελικαῖς
-
20 Σικελικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σικελικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικελικός — ή, ό / σικελικός, ή, όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.) 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία νεοελλ. φρ. «σικελικός … Dictionary of Greek
Σικελικός Εσπερινός — Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί στην ιστορία η επανάσταση και ο πόλεμος που απέσπασαν τη Σικελία από την ανδηγαυική (γαλλική) κυριαρχία και την παρέδωσαν στην αραγωνική (ισπανική). Ενώ ο Κάρολος A’ ο Ανδηγαυικός ετοίμαζε μια εκστρατεία στην… … Dictionary of Greek
σικελικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη Σικελία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σικελικά — Σικελικός neut nom/voc/acc pl Σικελικά̱ , Σικελικός fem nom/voc/acc dual Σικελικά̱ , Σικελικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικῶν — Σικελικός fem gen pl Σικελικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικόν — Σικελικός masc acc sg Σικελικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικαῖς — Σικελικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικαί — Σικελικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικοῖς — Σικελικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικελικοί — Σικελικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)